κατάκοιτος

κατάκοιτος
κατάκοιτος
in bed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • κατάκοιτος — η, ο αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι από ασθένεια: Είναι κατάκοιτος εδώ και δύο χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατάπτωτος — κατάπτωτος, ον (Α) [καταπίπτω] καταπεσμένος, κατάκοιτος …   Dictionary of Greek

  • κατακείτομαι — και κατακοίτομαι (Μ κατακείτομαι) νεοελλ. είμαι κατάκοιτος, βρίσκομαι ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι μσν. βρίσκομαι …   Dictionary of Greek

  • κατακοιτίζω — (Μ) [κατάκοιτος] ρίχνω κάποιον στο κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • κλινάρης — κλινάρης, ες (Μ) κλινήρης, κατάκοιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης, κελ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”